- υπαυγάζω
- ΜΑκαταυγάζω, φωτίζωμσν.μτφ. κάνω κάτι να λάμπειαρχ.(αμτβ.)1. αστράφτω, από κάτω, λάμπω από κάτω («χρυσοῡ ψῆγμα ποταμῷ ἀργυροδίνῃ ὑπαύγαζον», Φιλόστρ)2. αρχίζω να φέγγω, να φωτίζω («ἐπεὶ ἡμέρα ἠπηύγαζε», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.